- πλεφίς
- Α(κατά τον Ησύχ.) «σησαμίς».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τον τ. πολφός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
полба — Обычно сравнивается как родственное с греч. πολφός лапша , πολφοφάκη кушанье из лапши с бобами , πλεφίς ̇ σησαμίς (Гесихий) и далее – с лат. pollenta ячневая каша , роllеn тонкая мука, пыль , pultāre толочь ; см. Младенов, Мel. Мikkola 185 и сл.; … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πολφός — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. πολτώδης ουσία που καταλαμβάνει την κεντρική κοιλότητα τού δοντιού, συνδέοντας μέσω τής πολφικής κοιλότητας τής ρίζας του το εσωτερικό τού δοντιού με την επιφάνειά του 2. το παρέγχυμα τής σπλήνας, πολτώδης και μαλακή ουσία που… … Dictionary of Greek